- άσπρος
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου.
* * *-η, -ο (AM ἄσπρος, -η, -ο)ο λευκόςμσν.- νεοελλ.1. ο ασημένιος («τ' ἄσπρο τὸ σκουτάριν», ασημένια ασπίδα«άσπροι παράδες», ασημένια νομίσματα)2. το ουδ. ως ουσ. το άσπρο(ν)το γλαύκωμα3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα άσπραα) τα λευκά φορέματα ή τα άμφιαβ) τα χρήματα (παροιμ. «τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα» — όποιος έχει χρήματα μπορεί να κάνει ό,τι θέλει)αρχ.-νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ασπράδι του αβγούνεοελλ.1. ο χλωμός («άσπρος από φόβο»)2. (για τον γιαλό) αφρισμένος3. ο ευτυχισμένος, ο καλότυχος («σήμερα άσπρος ουρανός, σήμερα άσπρη μέρα»)4. το θηλ. ως ουσ. η άσπρηη ηρωίνη και η κοκαΐνη5. το ουδ. ως ουσ. α) τουρκικό νόμισμαβ) το λευκό χρώμα («το άσπρο λερώνει εύκολα»)γ) το άσπρο μέρος ενός πράγματος («το άσπρο του ματιού, του αβγού κ.λπ.»)αρχ.1. ο σκληρός2. αυτός που δεν διακρίνεται καλά, ο δυσανάγνωστος («άσπρα γράμματα»)3. το ουδ. ως ουσ. συστατικό του θυμιάματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. asper «τραχύς», το οποίο χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει προϊόντα ανάγλυφης εργασίας (πρβλ. aspera pocula «ασημένια ποτήρια»), κυρίως όμως ασημένια νεοκοπέντα νομίσματα άνευ παραστάσεων (πρβλ. nummi asperi «αργυρά νομίσματα»), απ' όπου και προέκυψε η κατά τους βυζαντινούς χρόνους σημασία της λ. άσπρον «ασημένιο αυτοκρατορικό νόμισμα». Από την τελευταία αυτή χρήση του τ. προήλθε τελικά η επικρατήσασα έκτοτε έννοια της λ. άσπρος «λευκός», ενώ ήδη απαντά στον Γαληνό για να δηλώσει «το λευκό του αβγού, το ασπράδι».ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ασπράδανεοελλ.ασπράδι, ασπριά, ασπρίζω, ασπρίλα, ασπρούδι, ασπρούλης.ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. ασπροφορώνεοελλ.ασπρειδερός, ασπροβδόμαδο, ασπροβολώ, ασπρογαλάζιος, ασπρογάλανος, ασπρογαλιάζω, ασπρογένης, ασπροδόντης, ασπροθύμαρο, ασπροκάρφι, ασπροκίτρινος, ασπρολογώ, ασπρολούλουδο, ασπρομάλλης, ασπρόξυλο, ασπροπόταμος, ασπροπρόσωπος, ασπρόρουχο, ασπροσυκιά, ασπροχαράζω, ασπρόχορτο, ασπρόχωμα / μαυρόασπρος, κάτασπρος, ολό(α)σπρος].
Dictionary of Greek. 2013.